- αθώος
- -α, -ο (Α ἀθῷος, -ον, και -ῷος, -α, -ον)1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος2. ο ανεύθυνος για κάτινεοελλ.αγαθός, αφελής, απονήρευτοςαρχ.1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν είναι άξιος τιμωρίας3. αναίτιος, ανεύθυνος για κάτι («ἀθῷος εἰμὶ ἀπὸ τοῡ αἵματος τοῡ δικαίου τούτου»)4. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, δεν ζημιώνει.[ΕΤΥΜΟΛ. Ἀθῷος < ἀ-θώ-ιος < ἀ- στερητ. + θωὴ «ποινή, τιμωρία» + κατάλ. -ιος αρχική σημ. τού ἀθῷος είναι «ο μη άξιος ποινής, τιμωρίας», άρα «ο μη ένοχος».ΠΑΡ. αρχ. ἀθῳότης, (νεοελλ. αθωότητα), ἀθῳῶ, νεοελλ. αθωοσύνη].
Dictionary of Greek. 2013.